ασίγαστος

ασίγαστος
η , ο [ος , ον ] см. ασίγητος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ασίγαστος" в других словарях:

  • ασίγαστος — ασίγαστος, η, ο και ασίγητος, η, ο και ασιγάλιαστος, η, ο επίρρ. α ασώπαστος, ακαταπράυντος: Τον είχε κυριέψει ένα ασίγαστο πάθος για μάθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασίγαστος — η, ο [σιγάζω] 1. ο ασίγητος 2. μτφ. ο ανήσυχος 3. ο αδιάκοπος, ο ακατάπαυστος …   Dictionary of Greek

  • άσβηστος — η, ο 1. εκείνος που δεν έσβησε ή δεν μπορεί να σβήσει: Μ όλες τις προσπάθειές τους η φωτιά έμενε άσβηστη. 2. ακατάπαυτος, συνεχής, ασίγαστος: Είχε μιαν άσβηστη δίψα για μάθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»